- απαιδευσία
- ηαμορφωσιά, χωριατιά: Κάθε λόγος του, κάθε κίνησή του έδειχνε την απαιδευσία του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀπαιδευσία — ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc/acc dual ἀπαιδευσίᾱ , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… … Dictionary of Greek
ἀπαιδευσίᾳ — ἀπαιδευσίαι , ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἀπαιδευσίας — ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem acc pl ἀπαιδευσίᾱς , ἀπαιδευσία want of education fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαι — ἀπαιδευσία want of education fem nom/voc pl ἀπαιδευσίᾱͅ , ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαν — ἀπαιδευσίᾱν , ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίαις — ἀπαιδευσία want of education fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίην — ἀπαιδευσία want of education fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαιδευσίῃ — ἀπαιδευσία want of education fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)